-
1 πνευστά (τα)
els instruments de vent -
2 духовой
духовой πνευστός \духовойые инструменты τα πνευστά όργανα* * *духовы́е инструме́нты — τα πνευστά όργανα
-
3 инструмент
1. (единичное орудие труда) το εργαλείο, το όργανο, алмазный - αδα-μαντοφόρο -безопасный - (не дающий искру при ударе немагнитный некорродирующий) ασφαλές -давящий маш. - συμπίεσης- πίεσηςконтрольный - ελέγχου, кузнечный - σιδηρουργικό -, мерительный - μέτρησηςпневматический - μέσω του πεπιεσμένουαέρα, прецизионный - ακριβείας, τέλειο -резьбонарезной - κοπής/κατασκευής σπειρώματοςсъёмочный (геод.) - λήψηςэлектрифицированный - ηλεκτροκίνητο - 2 мед. το εργαλείο3. муз. το όργαν/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инструмент
-
4 όργανο(ν)
τό1) в разн. знач орган;αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;
νομοθετικά όργανα — законодательные органы;
τα όργανα τού τύπου — органы печати;
η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;
2) перен. инструмент, орудие;όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;
3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;
τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);
τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);
τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);
4) музыкальный инструмент;πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;
παίζουν τα όργανα — играет музыка;
με όργανα — с музыкой;
5) муз. орган -
5 όργανο(ν)
τό1) в разн. знач орган;αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;
νομοθετικά όργανα — законодательные органы;
τα όργανα τού τύπου — органы печати;
η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;
2) перен. инструмент, орудие;όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;
3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;
τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);
τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);
τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);
4) музыкальный инструмент;πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;
παίζουν τα όργανα — играет музыка;
με όργανα — с музыкой;
5) муз. орган -
6 πνευστός
η, ό[ν] духовой;πνευστά όργανά — а) духовые музыкальные инструменты; — б) духовой оркестр
-
7 woodwind
[-wind]noun ((in an orchestra, the group of people who play) wind instruments made of wood.) πνευστά όργανα -
8 духовой
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
αερόφωνα — τα (Μουσ.) τα όργανα εκείνα, στα οποία ο αρχικός ήχος παράγεται από μια παλλόμενη μάζα αέρα. Σε πολύ αδρές και γενικές γραμμές η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα ξύλινα πνευστά, τα χάλκινα, τα όργανα με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια (αγγλ. free reed… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… … Dictionary of Greek
πνευστός — ή, ό, ΝΑ αυτός που παράγεται με πνοή, με φύσημα νεοελλ. 1. αυτός που λειτουργεί με φύσημα 2. φρ. «πνευστά όργανα» ή απλώς «πνευστά» είδος μουσικών οργάνων στα οποία ο ήχος παράγεται από παλλόμενο αέρα, αλλ. αερόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνέω. Το επίθ … Dictionary of Greek
συμφωνικός — ή, ό / συμφωνικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία νεοελλ. 1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα») 2. φρ. α) «συμφωνική μουσική» μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που … Dictionary of Greek
φαγκότο — (Μουσ.). Στα ελληνικά λέγεται βαρύαυλος. Το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων. Με διπλό επιστόμιο και κωνικό σωλήνα, το φ. έχει μεγάλη έκταση και μεγάλη ποικιλία ηχητικού όγκου, αν και διατηρεί σε όλη την έκταση τα… … Dictionary of Greek
Βαρέζε, Έντγκαρ — (Edgard Varése, Παρίσι 1885 – Νέα Υόρκη 1966). Γαλλο αμερικανός συνθέτης. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1916. Άρχισε τις σπουδές του με μαθηματικά, τελικά όμως αφοσιώθηκε στη μουσική με την καθοδήγηση του Σαρλ Μαρί Βιντόρ. Δημιούργησε στην Ευρώπη… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek